- εμπεριστατωμένος
- -η, -οπου εξετάζεται ή γίνεται με μεγάλη ακρίβεια και προσοχή, ο πολύ προσεχτικός: Εμπεριστατωμένη μελέτη του ζητήματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμπεριστατωμένος — η, ο αυτός που γίνεται με μεγάλη ακρίβεια και προσοχή … Dictionary of Greek
εμπερίστατος — η, ο (Μ ἐμπερίστατος, η, ον) αυτός που αντιμετωπίζει δυσκολίες ή ζει υπό δύσκολες συνθήκες νεοελλ. 1. εμπεριστατωμένος 2. αυτός που είναι πολύ απασχολημένος με σοβαρά θέματα … Dictionary of Greek
προσεκτικός — ή, ό / προσεκτικός, ή, όν, ΝΑ, και προσεχτικός, ή, ό, Ν [προσέχω] αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να προσέχει (α. «προσεκτικός μαθητής» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῑς προοιμίοις, ὑπὲρ τοῡ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῑν τὸν… … Dictionary of Greek